- διαμορφωτήρ
- (-ήρος) ο тех форма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμορφωτήρας — και διαμορφωτήρ, ο 1. όργανο με το οποίο δίνεται σχήμα και μορφή σε κάτι 2. τύπος, καλούπι … Dictionary of Greek